γλεντώ
(ρ.)
γλενdώ
[ɣlenˈdo]
Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
εγλενdώ
[eɣlenˈdo]
Σίλ., Σινασσ.
ιλενdώ
[ilenˈdo]
Σίλ.
εγλι-ενdι-έγω
[eɣliendiˈeɣo]
Φάρασ.
εγλι-ενdι-έω
[eɣliendiˈeo]
Φάρασ.
εϊλενdώ
[eilenˈdo]
Σίλ.
εϊλενdού
[eilenˈdu]
Ουλαγ.
α̈γλα̈νdίζω
[æɣlænˈdizo]
Αφσάρ.
εγιλενdίζω
[eʝilenˈdizo]
Μαλακ.
εϊλενdίζω
[eilenˈdizo]
Αραβαν.
Νεότ. ρ. ἐγλεντίζω, όπου και νεότ. τύπ. γλεντίζω, από το τουρκ. ρ. eğlenmek (αόρ. eğlendi) = α) διασκεδάζω β) καθυστερώ, πβ. eğlenme = α) διασκέδαση β) πείραγμα γ) καθυστέρηση.
Πβ.
εϊλετώ
1. Διασκεδάζω, γλεντώ
Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Γροικά ότσ̑ι ’εναίκα του κρυφάς οπ’ 'ρώ του τζ̑ουβάνου εγλενdά
(Μαθαίνει ότι η γυναίκα του διασκεδάζει κρυφά μαζί με αυτόν τον νέο άντρα)
Σίλ.
-Dawk.
Έκατσαν σο σοφρά έφαγαν, έπιαν γκαι εϊλέντσαν
(Έκατσαν στον σοφρά, έφαγαν, ήπιαν και γλέντισαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κάτσαμ' εκειπέρα και εγλέντ'σαμ', έφαγαμ' έπιαμ'
(Κάτσαμε εκειπέρα και γλεντήσαμε, φάγαμε, ήπιαμε)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
’α καλέσου δα γιολντάσ̑α μ', να γλενdήσουμ' τσαού
(Θα καλέσω τους φίλους μου να γλεντήσουμε εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ύστερι 'α κάνουμι βαρμά γκελμέ, να ιλενdίσουσ̑ι, ούλου του σόι μαζεύγιτι, τα γαβούμια μαζεύγουντι, γονξίνες μας.
(Ύστερα θα κάνουμε τα δώρα, θα γλεντίσουμε, όλο το σόι μαζεύεται, οι συγγενείς μαζεύονται, οι γείτονές μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ψες ήμιστι ούλοι μας, εϊλένdζειναμ’
(Χθες ήμασταν όλοι μας, γλεντούσαμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Χρονοτριβώ, κάνω κάτι σιγά σιγά
Αραβαν., Ουλαγ.
:
Ντο στράτα πολύ εϊλένσα άμ-μα ντεν ήρτες
(Στον δρόμο χρονοτρίβησα πολύ (ενν. πήγαινα σιγά σιγά), αλλά δεν ήρθες)
Αραβαν.
-Κεσ.
Συνών.
ογιαλαντώ :2