τιλλετίζω
(ρ.)
τιλλετίζου
[tileˈtizu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του ρ. tellemek = α) στολίζω με χρυσοκλωστή β) εξυμνώ γ) διαλεκτ. προσβάλλω (THADS 10, λ. tellemek I). Εναλλακτικά, από τον αόρ. του ρ. dillemek = κουτσομπολεύω, δυσφημίζω κάποιον.
Κοροϊδεύω