τιμάρι
(ουσ.)
τιμάρι
[tiˈmari]
Σινασσ.
τιμάρ'
[tiˈmar]
Μαλακ., Φλογ.
τ͑ιμάρ'
[tʰiˈmar]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. tımar = α) περιποίηση ζώου ή φυτού β) θεραπεία ασθενούς, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. timar (THADS, λ. timar I). Πβ. και μεσν. τιμάριον (< περσ. tīmār = φροντίδα, επίβλεψη, θεραπεία).
Θεραπεία, περιποίηση κυρίως των αλόγων και γενικά των ζώων
ό.π.τ.