ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιμάρι (ουσ.) τιμάρι [tiˈmari] Σινασσ. τιμάρ' [tiˈmar] Μαλακ., Φλογ. τ͑ιμάρ' [tʰiˈmar] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. tımar = α) περιποίηση ζώου ή φυτού β) θεραπεία ασθενούς, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. timar (THADS, λ. timar I). Πβ. και μεσν. τιμάριον (< περσ. tīmār = φροντίδα, επίβλεψη, θεραπεία).
Θεραπεία, περιποίηση κυρίως των αλόγων και γενικά των ζώων ό.π.τ.