τιμάρι
(ουσ.)
τιμάρι
[tiˈmari]
Σινασσ.
τ͑ιμάρ'
[tʰiˈmar]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. tımar, όπου και διαλεκτ. τύπ. timar = α) περιποίηση ζώου ή φυτού β) θεραπεία ασθενούς (THADS, λ. timar I). Πβ. και μεσν. τιμάριον (< περσ. tīmār = φροντίδα, επίβλεψη, θεραπεία).
Θεραπεία, περιποίηση κυρίως των αλόγων και γενικά των ζώων
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025