τιουράημα
(ουσ.)
τιουράημα
[tçuˈraima]
Μισθ.
Από το ρ. τιουραΐζω και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Η βλάστηση καλλιεργήσιμων φυτών
:
Ντα σπορουϊα ντέ τιουριάτσαν ακούμ'
(Τα σπόρια δε φύτρωσαν ακόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
φύτρωμα :1