τιουράημα
(ουσ.)
τιουράημα
[tçuˈraima]
Μισθ.
Από το ρ. τιουραΐζω και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Βλάστηση, φύτρωμα
Συνών.
φύτρωμα
Τροποποιήθηκε: 26/07/2025