ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιπίς (ουσ. ουδ.) τ͑ιπίς [tʰiˈpis] Φλογ. ντιπίς [diˈpis] Ανακ., Αραβαν., Μισθ. ντιπ͑ί [diˈphi] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. tipi (< παλ. τουρκ. tüpi ‘δυνατός άνεμος, φουρτούνα’) = χιονοθύελλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. dipi.
1. Χιονοθύελλα ό.π.τ. : Σο στράτα φότ' πααίν', πιάσεν το τιπίς και τα καμπήλια και μαυτό τ' πέθαναν (Στο δρόμο καθώς πήγαινε, τον έπιασε χιονοθύελλα και οι καμήλες και ο ίδιος πέθαναν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Είχαμ' αρθώπ' που σκέπασέν τα το τ͑ιπίς, πόμαν σο σ̑όν' αποκάτ' (Είχαμε ανθρώπους που τους σκέπασε η χιονοθύελλα, έμειναν κάτω από το χιόνι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. φουρτούνα
2. Συνεκδ., το κρύο Φλογ.
3. Τρικυμία Φλογ.