τιπίς
(ουσ. ουδ.)
τ͑ιπίς
[tʰiˈpis]
Φλογ.
ντιπίς
[diˈpis]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ.
ντιπ͑ί
[diˈphi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tipi (< παλ. τουρκ. tüpi ‘δυνατός άνεμος, φουρτούνα’) = χιονοθύελλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. dipi.
1. Χιονοθύελλα
ό.π.τ.
:
Σο στράτα φότ' πααίν', πιάσεν το τιπίς και τα καμπήλια και μαυτό τ' πέθαναν
(Στο δρόμο καθώς πήγαινε, τον έπιασε χιονοθύελλα και οι καμήλες και ο ίδιος πέθαναν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Είχαμ' αρθώπ' που σκέπασέν τα το τ͑ιπίς, πόμαν σο σ̑όν' αποκάτ'
(Είχαμε ανθρώπους που τους σκέπασε η χιονοθύελλα, έμειναν κάτω από το χιόνι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
φουρτούνα
2. Συνεκδ., το κρύο
Φλογ.
3. Τρικυμία
Φλογ.