τιρμακλαντώ
(ρ.)
ντιρμακλανdώ
[dirmiklan'do]
Τροχ.
Παρατατ.
ντιρμακλάνdεινα
[dirmi'klandina]
Τροχ.
Από το ουσ. τιρμίχι, όπου και τύπος ντιρμάκ', και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Σβαρνίζω
:
Παίρισ̑κε το ντίρμακ’, αν έσ̑κε κεσ̑έκια μεγάλα, ντιρμακλάνdεινεν ντο, για να τσ̑άκούν τα κετσ̑έκια
(Έπαιρνε την σβάρνα και, αν είχε μεγάλους σβώλους, το σβάρνιζε (το χώμα), για να σπάσουν οι σβώλοι)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ταπανλατώ
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025