τιρμιχλάτημα
(ουσ. ουδ.)
τιρμιχλάτημα
[tirmiˈxlatima]
Φάρασ.
Από το θ. τιρμιχλατη- του ρ. τιρμιχλατίζω, όπου και τύπ. τιρμιχλατώ, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το μάζεμα άχυρων με την τσουγκράνα
Φάρασ.