τισιλατίζω
(ρ.)
τ͑ισιλατίζω
[tʰisilaˈtizo]
Φάρασ.
τισιλατίζου
[tisilaˈtizu]
Φάρασ.
τ͑ισιλατώ
[tʰisilaˈto]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tıslamak = α) συρίζω β) ως διαλεκτ. σημ., αναστενάζω υπό το βάρος φορτίου, όπου και διαλεκτ. τύπ. tısılamak (THADS, λ. tısılamak I), και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Αναστενάζω