το (I)
(σύνδ.)
το
[to]
Ανακ., Αξ., Τελμ., Φερτάκ.
ντο
[do]
Ουλαγ.
Από τον αρχ. σύνδ. ὅτι με αποβολή του άτονου [i] και μετάθ. του [t]. Μάλλον είναι από το το αναφορ. αντων. = που.
Ότι
ό.π.τ.
:
Ανgλάντσαν ντο το εν τσανό
(Τον κατάλαβαν ότι είναι τρελός)
Τελμ.
-Dawk.
Ανgνάντ'σεν ντο το είνdαι γιαbαντζ̑ήγε
(Τους κατάλαβε ότι είναι ξένοι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το είνdαι εγέλφια απενανdάλλο χαbάρ ντεν έχ'νε
(ότι είναι αδέλφια μεταξύ τους είδηση δεν έχουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ψόφσεν τ' άλογο ντερέ τ' ακούω
(ότι ψόφησε το άλογο τώρα το ακούω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το σεμαγεύτεν είπαν μας τα
(ότι αρραβωνιάστηκε μας το είπαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το να μποικ' ουτσ̑ά ντεν ντο ξεύρισ̑κα
(ότι θα έκανε έτσι δεν το ήξερα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το να γαζανdίσω ούτσ̑α πολλά ντεν ντ' όμζα
(ότι θα κέρδιζα τόσα πολλά δεν το ήλπιζα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όζαμαν αγνάτσαν ντο, ντο ήτον Χριστός εφένdης
(Τότε το κατάλαβαν, ότι ήταν ο αφέντης Χριστός)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το να έρτεις ντεν το ξεύρισκαμ'
(Δεν το ξέραμε ότι θα έρθεις)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Αδελφέ, ήκ'σα πέθανες, αδελφέ μ' ήκ'σα χάθης.
Ποιος τα είπεν το πέθανα; Ποιος τα είπεν το χάθα; (Αδελφέ, άκουσα ότι πέθανες, αδελφέ μου άκουσα ότι χάθηκες.
Ποιος το είπε ότι πέθανα; Ποιος το είπε ότι χάθηκα;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Ποιος τα είπεν το πέθανα; Ποιος τα είπεν το χάθα; (Αδελφέ, άκουσα ότι πέθανες, αδελφέ μου άκουσα ότι χάθηκες.
Ποιος το είπε ότι πέθανα; Ποιος το είπε ότι χάθηκα;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374