τοζλαντουρντίζω
(ρ.)
Αόρ.
τοζλανdούρ'σα
[tozlanˈdursa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. tozlandırmak = κάνω κάποιον να σκονιστεί ή να γίνει σκόνη.
Κάνω κάποιον σκόνη
:
Τοζλανdούρσαν μας σ' Τουρκία ντα σκυλιά, έσαξαν μάνις τσ' αέλφια τσι παιδιά
(Μας έκαναν σκόνη στην Τουρκία τα σκυλιά, έσφαξαν μάνες και αδέλφια και παιδιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.