ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοζλαντουρντίζω (ρ.) Αόρ. τοζλανdούρ'σα [tozlanˈdursa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. tozlandırmak = κάνω κάποιον να σκονιστεί ή να γίνει σκόνη.
Κάνω κάποιον σκόνη : Τοζλανdούρσαν μας σ' Τουρκία ντα σκυλιά, έσαξαν μάνις τσ' αέλφια τσι παιδιά (Μας έκαναν σκόνη στην Τουρκία τα σκυλιά, έσφαξαν μάνες και αδέλφια και παιδιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.