τιφτίκι
(ουσ. ουδ.)
τιφτίκ'
[tiˈftik]
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
τιφτίκια
[tiˈftica]
Καρατζάβ.
Από το τουρκ. ουσ. tiftik = μαλλί αγκορά, μοχέρ. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και λεξικά.
1. Μάλλινο ύφασμα υψηλής ποιότητας, από μαλλί εριφίου Αγκύρας, αγκορά, μοχέρ
ό.π.τ.
:
Χέρκες φέγνει εδώρτα-εκιούρτα, σο τιτσ̑αρέτ τό 'να, σε μάγγανος τ' άλλο, στο τιφτίκ, και τα πολλά στην Πόλ'
(Ο καθένας φεύγει εδώ κι εκεί, στο εμπόριο ο ένας, στο ελαιοπιεστήριο ο άλλος, στην επεξεργασία του μοχέρ, και οι περισσότεροι στην Πόλη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Ερίφιο ποικιλίας Αγκύρας, από το οπ. παράγεται μαλλί υψηλής ποιότητας
Καρατζάβ.