τοζλατίζω
(ρ.)
τ͑οζλατίζω
[tʰozla'tizo]
Αφσάρ.
τοζλατίζου
[tozla'tizu]
Φάρασ.
τ͑οζλετίζω
[tʰozle'tizo]
Φάρασ.
τοζλαΐζου
[tozla'izu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. tozlamak = σκονίζω.
Σκονίζω, σηκώνω σκόνη
ό.π.τ.