τοκεσιτίζω
(ρ.)
τοκεσιτίζω
[tokesiˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. tökezlemek = σκοντάφτω, όπου διαλεκτ. τύπ. tökezemek και tökesemek.
Σκοντάφτω
Συνών.
καπακώνω :2, κοντυλεύω, κοντυλώ, κοστεκλεντίζω