ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοκουστίζω (ρ.) τοκουστίζου [tokuˈstizu] Μαλακ., Μισθ. ντοκουστίζου [dokuˈstizu] Μισθ. τ͑οκουίζου [tʰokuˈizu] Σίλ. Αόρ. τοκούγισα [toˈkuʝisa] Μαλακ. τ͑oκούισα [tʰoˈkuisa] Μισθ., Σίλ. ντοκούσ̑α [doˈkuʃa] Μισθ. Aπό το τουρκ. ρ. tokuşmak, όπου και τύπ. dokuşmak = συγκρούομαι μετωπικά.
1. Συγκρούομαι μετωπικά ό.π.τ. : Τοκούϊσ̑αν απενανdάλλου (Tράκαραν μεταξύ τους) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Tσουγκρίζω ό.π.τ. : Πολύ βαριά αβγά τ͑oκουΐσασι (Πολύ δυνατά τσούγκρισαν, ενν. τα αβγά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6