τοκουστίζω
(ρ.)
τοκουστίζου
[tokuˈstizu]
Μαλακ., Μισθ.
ντοκουστίζου
[dokuˈstizu]
Μισθ.
τ͑οκουίζου
[tʰokuˈizu]
Σίλ.
Αόρ.
τοκούγισα
[toˈkuʝisa]
Μαλακ.
τ͑oκούισα
[tʰoˈkuisa]
Μισθ., Σίλ.
ντοκούσ̑α
[doˈkuʃa]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ρ. tokuşmak, όπου και τύπ. dokuşmak = συγκρούομαι μετωπικά.
1. Συγκρούομαι μετωπικά
ό.π.τ.
:
Τοκούϊσ̑αν απενανdάλλου
(Tράκαραν μεταξύ τους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Tσουγκρίζω
ό.π.τ.
:
Πολύ βαριά αβγά τ͑oκουΐσασι
(Πολύ δυνατά τσούγκρισαν, ενν. τα αβγά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6