ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπαλαντίζω (ρ.) τοπαλατίζω [topala'tizo] Μαλακ. τοπαλαΐζου [topala'izu] Μισθ. τοπαλαdώ [topakaˈdo] Φάρασ. τ͑οπαλαdώ [tʰopala'do] Σίλ. τοπαλ-λαdού [topalla'du] Ουλαγ. Αόρ. τοπαλάτ'σα [topa'latsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. topallamak = κουτσαίνω.
Κουτσαίνω ό.π.τ. : Σηκώγε να πορπαdήσ̑· τοπαλαdά (Σηκώθηκε να περπατήσει· κουτσαίνει) Ουλαγ. -Dawk. Tσ̑άκουσα ντου πριάρι μ' τσ̑ι τοπαλαΐζου (έσπασα το πόδι μου και κουτσαίνω) Μισθ. -Κοτσαν.