τομάρι
(ουσ. ουδ.)
τομάρ'
[toˈmar]
Γούρδ., Μισθ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. τομάριον (< αρχ. τόμος = κομμάτι και παραγωγ. επίθμ. -άριον). O τύπ. τομάρι νεότ.
Τομάρι
ό.π.τ.
Συνών.
πόστι