τοκμακλατίζω
(ρ.)
τ͑οχμαχλατίζω
[tʰoxmaxlaˈtizo]
Φάρασ.
τοχλαλατίζου
[toxmalaˈtizu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. tokmakladı του τουρκ. ρ. tokmaklamak = κοπανώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χτυπώ κάτι με το τοκμάκι, κοπανώ