τοκούτσι
(ουσ. ουδ.)
τοκούτσ̑'
[toˈkutʃ]
Ανακ., Αξ., Μαλακ.
τοχούτσ̑'
[toˈxudz]
Σινασσ., Φλογ.
τ͑οκάτσ̑ι
[tʰoˈkatʃi]
Σίλ., Φάρασ.
Πληθ.
τοκούτσ̑α
[toˈkutʃa]
Μαλακ.
ντοκούσ̑α
[doˈkuʃa]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tokuç = κόπανος για το πλύσιμο, όπου και τύπ. tokuş, tokaç (Tietze 2019: λ. tokaç).
Κόπανος, συνήθως για το πλύσιμο ρούχων
ό.π.τ.
:
Πήρα κι ένα τοκάτσ̑ι τα σ̑έρια μου, έζισε τ' νιαρό μ', τοκουσ̑λάισα, κασάρισα τα ρούχα μου
(Πήρα κι έναν κόπανο στα χέρια μου, ζεστάθηκε το νερό μου, κοπάνησα, καθάρισα τα ρούχα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είχαν ντα ντοκούσια ντα τσουφάλια ούλα τσ̑άκουνι ντα
(είχαν τους κόπανους, όλα τα στάχυα τα έσπαζε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έσ̑ει μιά σ̑έρια, κάταν τοκάτσ̑α
(Έχει κάτι χέρια σαν κόπανους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κοπάντζαν το σο λακκί με το τοχούτσ̑'
(Το κοπανούσαν (ενν. το πλιγούρι) στη γούρνα με τον κόπανο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812