τοκούστημα
(ουσ. ουδ.)
τοκούστημα
[toˈkustima]
Μισθ.
ντοκούστημα
[doˈkustima]
Μισθ.
Από το ρ. τοκουστίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σύγκρουση, τρακάρισμα
Μισθ.
:
Μη ντου ντοκούστημα νταγούλτσιν
(με το τρακάρισμα διαλύθηκε)
Μισθ.
-Κοτσαν.