τόκα
(ουσ. ουδ.)
τόκα
['toka]
Μαλακ.
τόχα
['toxa]
Φάρασ.
Πληθ.
τοχάδια
[tοˈxaðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. toka (< ιταλ. tocco) = α) χειραψία, αγκαλιά β) (χειρο)λαβή, μάνταλο (Tietze 2019, λ. toka II).
1. Χειραψία
Μαλακ., Φάρασ.
2. Στον πληθ., χερούλια πόρτας
Σινασσ.