ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τόκα (ουσ. ουδ.) τόκα ['toka] Μαλακ. τόχα ['toxa] Φάρασ. Πληθ. τοχάδια [tοˈxaðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. toka (< ιταλ. tocco) = α) χειραψία, αγκαλιά β) (χειρο)λαβή, μάνταλο (Tietze 2019, λ. toka II).
1. Χειραψία Μαλακ., Φάρασ.
2. Σιδερένιος κρίκος Μαλακ.
3. Στον πληθ., χερούλια πόρτας Σινασσ.