ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοκαλί (ουσ. ουδ.) Πληθ. τοκαλούδια [tokaʹluðʝa] Σινασσ. τοχαλούδια [toxaʹluðʝa] Σινασσ. Από την τουρκ. φρ. tokalı kayısı = ποικιλία βερίκοκκου με παράλειψη της β΄ λέξης.
Είδος ζουμερού και γευστικού βερίκοκκου ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025