τοκαλί
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
τοκαλούδια
[tokaʹluðʝa]
Σινασσ.
τοχαλούδια
[toxaʹluðʝa]
Σινασσ.
Από την τουρκ. φρ. tokalı kayısı = ποικιλία βερίκοκκου με παράλειψη της β΄ λέξης.
Είδος ζουμερού και γευστικού βερίκοκκου
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025