ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοζλανμίς (επίθ.) τοζλανμι̂́ς̑ [tozlanˈmɯʃ] Αραβαν. Από την μτχ. tozlanmış του τουρκ. ρ. tozlanmak = σκονίζομαι.
Σκονισμένος : Σόνgρα να εύρεις ερυό μαχαίρα, τ' ένα ανεβαίν', τ' άλλο κατεβαίν', τοζλανμι̂́σ̑α (Μετά θα βρεις δυό μαχαίρια, το ένα ανεβαίνει, το άλλο κατεβαίνει, σκονισμένα) Αραβαν. -Φωστ.