τοζλανμίς
(επίθ.)
τοζλανμι̂́ς̑
[tozlanˈmɯʃ]
Αραβαν.
Από την μτχ. tozlanmış του τουρκ. ρ. tozlanmak = σκονίζομαι.
Σκονισμένος
:
Σόνgρα να εύρεις ερυό μαχαίρα, τ' ένα ανεβαίν', τ' άλλο κατεβαίν', τοζλανμι̂́σ̑α
(Μετά θα βρεις δυό μαχαίρια, το ένα ανεβαίνει, το άλλο κατεβαίνει, σκονισμένα)
Αραβαν.
-Φωστ.