ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τίχαλα (επίρρ.) τ͑ίχαλα [ˈtʰixala] Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. τίγαλα [ˈtiɣala] Αξ., Τροχ. ντίγαλα [ˈdiɣala] Αξ. τίχαλ' [ˈtixal] Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. τσ̑ίγαλ' [ˈtʃiɣal] Αραβαν., Γούρδ. τίαλα [ˈtiala] Μισθ., Τσαρικ. τ͑ίαλα [ˈtʰiala] Μισθ. τσ̑ίαλα [ˈtʃiala] Τελμ. τίαλ' [ˈtial] Αραβ., Μαλακ., Μισθ. τίαν' [ˈtian] Μισθ. τίλαα [ˈtilaa] Ουλαγ. τίλα [ˈtila] Μισθ. τίλας [ˈtilas] Μισθ. τλάα [ˈtlaa] Ουλαγ. τία [ˈtia] Ουλαγ. τ͑ίχαλο [ˈtʰixalo] Αξ., Σινασσ. τσ̑ίχαλο [ˈtʃixalo] Σινασσ., Φλογ. τίχαρο [ˈtixaro] Γούρδ. τίλοο [ˈtiloo] Ουλαγ. τλόο [ˈtloo] Ουλαγ. κλάγα [ˈklaɣa] Αξ., Ουλαγ. κλα [kla] Ουλαγ. Από την αντων. τι και το ουσ. χάλι.
1. Πώς Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. : Αμμέ τίχαλα να το ποίκω; (Δηλαδή πώς να το κάνω;) Σίλατ. -Χωλόπ. Τίχαλα είσαι; (Πώς είσαι;) Σινασσ. -Αρχέλ. Τίαλ' σαι; (Πώς είσαι;) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Εσ̑ύ τσ̑ίχαλο ήρτες εδού; (Εσύ πώς ήρθες εδώ;) Τελμ. -Dawk. Τίχαλα ήφτει ετό; (Πώς ανάβει αυτό, ενν. το ταντούρι;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Τίαν να ντου βγάλου; (Πώς να το βγάλω;) Μισθ. -Dawk. Τσ̑ίγαλ' το γκρεύισκες (Πώς το ήθελες;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εσ̑ύ τίαλα ντου πήρις; Μι ντου μελό σ' του πήρις (Εσύ πώς την κέρδισες; Με το μυαλό σου την κέρδισες;) Μισθ. -Dawk. Τλάα να πας; (Πώς θα πας;) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο αστινάρ' σας τλόο 'ναι; (Ο άρρωστός σας πώς είναι;) Ουλαγ. -Κεσ. Για να ράνουμ'! Τίαλ', τίλαλα ντα gιαλατσ̑εύεις! (Για να δούμε! Πώς, πώς τα μιλάς (τα μιστιώτικα)!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δα πρώτα χρόνια τίλα ηύριτ' τα βόλτα; (Τα πρώτα χρόνια πώς τα φέρνατε βόλτα;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ως δαρά 'γέναν όσον-ετα χρόνια ιμιά δεν γέλασες ΄του, σ̑ήμερα τίχαλ γένεν και γέλασες τέσσερα φοράς; (Ως τώρα έγιναν τόσα χρόνια, δεν είχες γελάσει ούτε μιά φορά, σ̑ήμερα πώς έγινε και γέλασες τέσσερεις φορές;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Τίχαλα 'γώ να χιτήσω, τίχαλα να χωριστώ; (Πώς εγώ να τρέξω μακριά, πώς να χωριστώ;) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. νάχαλα, πώς, τούς
2. Τι λογής Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ. : Τ̔ίχαλα νύφαγεζ είνdαι; (Τι λογής νύφες είναι;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τίχαλο έν'; (Τι λογής είναι;) Σινασσ. -Αρχέλ. Τ̔ίχαλο ναίκα 'ναι; (Τι λογής γυναίκα είναι;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τίλοο πατισάχ' τον ιτό γκαι ντεμ bόρ'σε να ντ' αγναήσ' ντα παράγια τ' απ' κουνdά τ' ντο πήραν; (Τι σόι βασιλιάς ήταν αυτός και δεν μπόρεσε να να καταλάβει ότι από κοντά του του πήραν τα λεφτά του) Ουλαγ. -Κεσ.
3. Πόσο Μισθ., Σινασσ. : Τίχαλο καλό έν'! (Πόσο ωραίο είναι!) Σινασσ. -Αρχέλ. Ntε τρανάς μι χωρανού τα παιγιά τίχαλ' καλά 'ναι; (Δεν βλέπεις πόσο φρόνιμα είναι τα παιδιά των άλλων;) Φερτάκ. -Κρινόπ. Σουν τιλας γέλλ'μα ξέβαλις; (Σαν πόσο γέννημα παρήγαγες;) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Σουν τίλας κόμμα έλασις σ̑ίμιρα; (Πόσο χωράφι όργωσες σήμερα;) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Σουν τι λα κ'λάτσ̑α έχ'; (Πόσα παιδιά έχει;) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
4. Επειδή, γιατί Αξ., Μισθ., Ουλαγ. : Μέρστεν ντα τριάνdα εννιά. Αμά ντα μάτια τ' κ͑αμάισαν· τία σεράνdα 'νdαι (Μέτρησε 39 (κλέφτες). Αλλά τα μάτια του μπερδέυτηκαν, επειδή (οι κλέφτες) ήταν 40.) Ουλαγ. -Dawk. Τσ̑αώζ dερέ ήλεγες και εγελφό το έχεις και αγάπανες το, ντερέ τ͑ίχαλα λες να το σφάξω; (Μέχρι τώρα έλεγες ότι το έχεις αδελφό και ότι το αγαπούσες. Τώρα πώς λες να το σφάξω;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ατό ντε ξερ' πολλά, Μαρία - Τίαλ' ντε ξερ'; Για χάσι ντα! (Αυτός δεν ξέρει πολλά, Μαρία! - Πώς δεν ξέρει; Αλλά τα έχει χάσει!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών. νάχαλα