τίχαλα
(επίρρ.)
τ͑ίχαλα
[ˈtʰixala]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
τίγαλα
[ˈtiɣala]
Αξ., Τροχ.
ντίγαλα
[ˈdiɣala]
Αξ.
τίχαλ'
[ˈtixal]
Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
τσ̑ίγαλ'
[ˈtʃiɣal]
Αραβαν., Γούρδ.
τίαλα
[ˈtiala]
Μισθ., Τσαρικ.
τ͑ίαλα
[ˈtʰiala]
Μισθ.
τσ̑ίαλα
[ˈtʃiala]
Τελμ.
τίαλ'
[ˈtial]
Αραβ., Μαλακ., Μισθ.
τίαν'
[ˈtian]
Μισθ.
τίλαα
[ˈtilaa]
Ουλαγ.
τίλα
[ˈtila]
Μισθ.
τίλας
[ˈtilas]
Μισθ.
τλάα
[ˈtlaa]
Ουλαγ.
τία
[ˈtia]
Ουλαγ.
τ͑ίχαλο
[ˈtʰixalo]
Αξ., Σινασσ.
τσ̑ίχαλο
[ˈtʃixalo]
Σινασσ., Φλογ.
τίχαρο
[ˈtixaro]
Γούρδ.
τίλοο
[ˈtiloo]
Ουλαγ.
τλόο
[ˈtloo]
Ουλαγ.
κλάγα
[ˈklaɣa]
Αξ., Ουλαγ.
κλα
[kla]
Ουλαγ.
Από την αντων. τι και το ουσ. χάλι.
1. Πώς
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
:
Αμμέ τίχαλα να το ποίκω;
(Δηλαδή πώς να το κάνω;)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Τίχαλα είσαι;
(Πώς είσαι;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τίαλ' σαι;
(Πώς είσαι;)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Εσ̑ύ τσ̑ίχαλο ήρτες εδού;
(Εσύ πώς ήρθες εδώ;)
Τελμ.
-Dawk.
Τίχαλα ήφτει ετό;
(Πώς ανάβει αυτό, ενν. το ταντούρι;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τίαν να ντου βγάλου;
(Πώς να το βγάλω;)
Μισθ.
-Dawk.
Τσ̑ίγαλ' το γκρεύισκες
(Πώς το ήθελες;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εσ̑ύ τίαλα ντου πήρις; Μι ντου μελό σ' του πήρις
(Εσύ πώς την κέρδισες; Με το μυαλό σου την κέρδισες;)
Μισθ.
-Dawk.
Τλάα να πας;
(Πώς θα πας;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο αστινάρ' σας τλόο 'ναι;
(Ο άρρωστός σας πώς είναι;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Για να ράνουμ'! Τίαλ', τίλαλα ντα gιαλατσ̑εύεις!
(Για να δούμε! Πώς, πώς τα μιλάς (τα μιστιώτικα)!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δα πρώτα χρόνια τίλα ηύριτ' τα βόλτα;
(Τα πρώτα χρόνια πώς τα φέρνατε βόλτα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ως δαρά 'γέναν όσον-ετα χρόνια ιμιά δεν γέλασες ΄του, σ̑ήμερα τίχαλ γένεν και γέλασες τέσσερα φοράς;
(Ως τώρα έγιναν τόσα χρόνια, δεν είχες γελάσει ούτε μιά φορά, σ̑ήμερα πώς έγινε και γέλασες τέσσερεις φορές;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Τίχαλα 'γώ να χιτήσω, τίχαλα να χωριστώ;
(Πώς εγώ να τρέξω μακριά, πώς να χωριστώ;)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
νάχαλα, πώς, τούς
2. Τι λογής
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ.
:
Τ̔ίχαλα νύφαγεζ είνdαι;
(Τι λογής νύφες είναι;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τίχαλο έν';
(Τι λογής είναι;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τ̔ίχαλο ναίκα 'ναι;
(Τι λογής γυναίκα είναι;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τίλοο πατισάχ' τον ιτό γκαι ντεμ bόρ'σε να ντ' αγναήσ' ντα παράγια τ' απ' κουνdά τ' ντο πήραν;
(Τι σόι βασιλιάς ήταν αυτός και δεν μπόρεσε να να καταλάβει ότι από κοντά του του πήραν τα λεφτά του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
3. Πόσο
Μισθ., Σινασσ.
:
Τίχαλο καλό έν'!
(Πόσο ωραίο είναι!)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ntε τρανάς μι χωρανού τα παιγιά τίχαλ' καλά 'ναι;
(Δεν βλέπεις πόσο φρόνιμα είναι τα παιδιά των άλλων;)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
Σουν τιλας γέλλ'μα ξέβαλις;
(Σαν πόσο γέννημα παρήγαγες;)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Σουν τίλας κόμμα έλασις σ̑ίμιρα;
(Πόσο χωράφι όργωσες σήμερα;)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Σουν τι λα κ'λάτσ̑α έχ';
(Πόσα παιδιά έχει;)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
4. Επειδή, γιατί
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
:
Μέρστεν ντα τριάνdα εννιά. Αμά ντα μάτια τ' κ͑αμάισαν· τία σεράνdα 'νdαι
(Μέτρησε 39 (κλέφτες). Αλλά τα μάτια του μπερδέυτηκαν, επειδή (οι κλέφτες) ήταν 40.)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τσ̑αώζ dερέ ήλεγες και εγελφό το έχεις και αγάπανες το, ντερέ τ͑ίχαλα λες να το σφάξω;
(Μέχρι τώρα έλεγες ότι το έχεις αδελφό και ότι το αγαπούσες. Τώρα πώς λες να το σφάξω;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ατό ντε ξερ' πολλά, Μαρία - Τίαλ' ντε ξερ'; Για χάσι ντα!
(Αυτός δεν ξέρει πολλά, Μαρία! - Πώς δεν ξέρει; Αλλά τα έχει χάσει!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
νάχαλα