πώς
(επίρρ.)
πώς
[pos]
Σινασσ., Φάρασ.
πώτς
[pots]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
μπώτς
[bots]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
πώ
[po]
Τσουχούρ., Φάρασ.
πά
[pa]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίρρ. πῶς (με την σημ. 1). Η σημ. 2 και 3 μεσν. Ο τύπ. πα από το πώ 'α = τι θα.
2. Τι, ποιος
ό.π.τ.
:
Πώ φτένεις;
(τι κάνεις;)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Πώς 'ενότουν;
(Τι έγινε;)
Φάρασ.
-Bağr.
Πώ να ποίκου, πώ ποίκου ατό τη ’ναίκα
(Τι κάνω, τι να κάνω αυτή τη γυναίκα;)
Τσουχούρ.
-VLACH
Πά ποίτσ̑ει;
(Τι να κάνει;)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Πά ποίκωμε με το φίδι;
(Τι θα κάνουμε με το φίδι;)
Φάρασ.
-Dawk.
Τζ̑ό 'χομε, πά ποίκωμε;
(Δεν έχουμε, τι να κάνουμε;)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Πώτς είπες;
(Τι είπες;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Ε λαχτόρι, πώτς έν’ ατέ το κουκούλι 'ς το τζουφάλι σου; Μην είσαι ζαπίτ’ς του Γενιτdζερίουν;
(Ε κόκορα, τι είναι αυτό το λοφίο στο κεφάλι σου; Μην είσαι αξιωματικός των Γενιτσάρων;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το 'μόνα το ζεναάτι ένι να νεκροστώ σο χώμα, τον γκόσμο ότι πώτς ένι κατέχω τα
(Η δικιά μου η τέχνη είναι να αφουγκράζομαι στο χώμα και να βρίσκω τι συμβαίνει στον κόσμο)
Αφσάρ.
-Dawk.
ς χώρας ο γαϊγούς σε μέν' πώτς έν';
(Του ξένου η έγνοια εμένα τι μου είναι;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Του ραβντού σου το τιλισίμε μπώτς ένι;
(Η μαγική δύναμη του ραβδιού σου ποια είναι;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Πώτς έν' ατό του μας ηύρε σο τσουφάλι μας;
(Τι είναι αυτό που μας βρήκε στο κεφάλι μας;˙ Τι κακό που μας έτυχε;)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Σαμού πααίν 'ς όργο σου, μη γρέφ' τη χώρα πά ειπεί
(Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει˙ Μείνε προσηλωμένος στον στόχο σου και μη νοιάζεσαι για τη γνώμη του καθενός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Γιατί
Σινασσ., Φάρασ.
:
Πώς κνήθεσαι;
(Γιατί ξύνεσαι;)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Πώς έδωσες την κόρη μου κάτω μακράν στα ξένα,
να στη χαρά μου βρίσκεται, να στη λύπη συφτάνει; (Γιατί έδωσες την κόρη μου κάτω μακριά στα ξένα,
ούτε στη χαρά μου είναι εδώ, ούτε στη λύπη μου προλαβαίνει να έρθει) Σινασσ. -Lag.
να στη χαρά μου βρίσκεται, να στη λύπη συφτάνει; (Γιατί έδωσες την κόρη μου κάτω μακριά στα ξένα,
ούτε στη χαρά μου είναι εδώ, ούτε στη λύπη μου προλαβαίνει να έρθει) Σινασσ. -Lag.