ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πώς (επίρρ.) πώς [pos] Σινασσ., Φάρασ. πώτς [pots] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. μπώτς [bots] Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. πώ [po] Τσουχούρ., Φάρασ. πά [pa] Φάρασ. Από το αρχ. επίρρ. πῶς (με την σημ. 1). Η σημ. 2 και 3 μεσν. Ο τύπ. πα από το πώ 'α = τι θα.
1. Πώς Φάρασ. : Πά 'ν’dα μουώσω; 'γώ είμαι 'πόξου (Πώς να το κρύψω; Εγώ είμαι από άλλον τόπο) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. νάχαλα, τίχαλα, τούς
2. Τι, ποιος ό.π.τ. : Πώ φτένεις; (τι κάνεις;) Φάρασ. -Ανδρ. Πώς 'ενότουν; (Τι έγινε;) Φάρασ. -Bağr. Πώ να ποίκου, πώ ποίκου ατό τη ’ναίκα (Τι κάνω, τι να κάνω αυτή τη γυναίκα;) Τσουχούρ. -VLACH Πά ποίτσ̑ει; (Τι να κάνει;) Φάρασ. -Ανδρ. Πά ποίκωμε με το φίδι; (Τι θα κάνουμε με το φίδι;) Φάρασ. -Dawk. Τζ̑ό 'χομε, πά ποίκωμε; (Δεν έχουμε, τι να κάνουμε;) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Πώτς είπες; (Τι είπες;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Ε λαχτόρι, πώτς έν’ ατέ το κουκούλι 'ς το τζουφάλι σου; Μην είσαι ζαπίτ’ς του Γενιτdζερίουν; (Ε κόκορα, τι είναι αυτό το λοφίο στο κεφάλι σου; Μην είσαι αξιωματικός των Γενιτσάρων;) Φάρασ. -Παπαδ. Το 'μόνα το ζεναάτι ένι να νεκροστώ σο χώμα, τον γκόσμο ότι πώτς ένι κατέχω τα (Η δικιά μου η τέχνη είναι να αφουγκράζομαι στο χώμα και να βρίσκω τι συμβαίνει στον κόσμο) Αφσάρ. -Dawk. ς χώρας ο γαϊγούς σε μέν' πώτς έν'; (Του ξένου η έγνοια εμένα τι μου είναι;) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Του ραβντού σου το τιλισίμε μπώτς ένι; (Η μαγική δύναμη του ραβδιού σου ποια είναι;) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Πώτς έν' ατό του μας ηύρε σο τσουφάλι μας; (Τι είναι αυτό που μας βρήκε στο κεφάλι μας;˙ Τι κακό που μας έτυχε;) Σατ. -Παπαδ. || Παροιμ. Σαμού πααίν 'ς όργο σου, μη γρέφ' τη χώρα πά ειπεί (Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει˙ Μείνε προσηλωμένος στον στόχο σου και μη νοιάζεσαι για τη γνώμη του καθενός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Γιατί Σινασσ., Φάρασ. : Πώς κνήθεσαι; (Γιατί ξύνεσαι;) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Πώς έδωσες την κόρη μου κάτω μακράν στα ξένα,
να στη χαρά μου βρίσκεται, να στη λύπη συφτάνει;
(Γιατί έδωσες την κόρη μου κάτω μακριά στα ξένα,
ούτε στη χαρά μου είναι εδώ, ούτε στη λύπη μου προλαβαίνει να έρθει)
Σινασσ. -Lag.