πυρεύω
(ρ.)
πυρεύω
[piˈrevo]
Φάρασ.
Αόρ.
πύρ'σα
[ˈpirsa]
Φάρασ.
μπύρτσα
[ˈbirtsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. πυρεύω = πυρπολώ, καίω.
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025