πυρεύω
(ρ.)
πυρεύω
[piˈrevo]
Φάρασ.
Αόρ.
πύρσα
[ˈpirsa]
Φάρασ.
Αόρ.
bύρτσα
[ˈbirtsa]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. πυρεύω = πυρπολώ, καίω.
Βάζω φωτιά
Φάρασ.