πυροστιά
(ουσ.)
πυροστία
[piroˈstia]
Σινασσ.
πυροσ̑τιά
[piroˈʃtça]
Γούρδ., Φλογ.
π'ροστιά
[proˈstça]
Ανακ., Αφσάρ., Σίλατ., Φάρασ., Φκόσ.
π'ροσ̑τά
[proˈʃta]
Ουλαγ.
π'ρουσ̑τιά
[pruˈʃtça]
Μαλακ.
π'ροστσ̑ά
[proˈstʃa]
Αραβαν., Γούρδ.
π'ροσ̑ά
[proˈʃa]
Μισθ., Σίλ., Φερτάκ.
π'ρουσ̑ά
[pruˈʃa]
Μισθ.
b'ρουστιά
[bruˈstça]
Μισθ.
π'ροσ̑κιά
[prοˈʃca]
Σεμέντρ., Φλογ.
π'ρισ̑κιά
[priˈʃca]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. πυροστιά από το μεσν. πυροστία (με συνίζ.) από το μεσν. πυρεστία (με [e>o] αναλογ. κατά άλλα σύνθ. με συνδετ. φων. [o]) από τα αρχ. ουσ. πῦρ και ἑστία. Οι τύποι με πρ- με αποβολή του άτονου [i]. Στην περίπτωση της Μαλακοπής ίσως να προηγήθηκε μετάθ. του [r] και μετά αποβολή του πιο κοντινού στην τονισμένη λήγ. [o].
Πυροστιά, μεταλλικό κατασκέυασμα ή σχάρα ή τρίποδας που τίθεται πάνω στο στόμιο του ταντουριού ή την εστία και επί του οποίου τοποθετούσαν την κατσαρόλα ή άλλο μαγειρικό σκεύος
ό.π.τ.
:
Έβαλλαμ' π'ροσ̑ά σην πόρτα ομbρό
(Βάλαμε την πυροστιά μπροστά στην πόρτα (για να μην πέσει χαλάζι, σύμφωνα με την τοπική λαϊκή δοξασία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χέκιμ' ντα κιάστανις σου π'ρουσ̑ά απάν' να ψηχούν
(Βάζαμε τα κάστανα πάνω στην πυροστιά να ψηθούν)
|| Παροιμ.
Η παρκαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη
(Η γωνιά ξελασπώθηκε, η πυροστιά αναποδογύρισε˙ Το λέγαν (χάριν αστειότητας) όταν έμπαιναν σε φιλικά σπίτια και τα έβρισκαν ακατάστατα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.