ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πυροστιά (ουσ.) πυροστία [piroˈstia] Σινασσ. πυροσ̑τιά [piroˈʃtça] Γούρδ., Φλογ. π'ροστιά [proˈstça] Ανακ., Αφσάρ., Σίλατ., Φάρασ., Φκόσ. π'ροσ̑τά [proˈʃta] Ουλαγ. π'ρουσ̑τιά [pruˈʃtça] Μαλακ. π'ροστσ̑ά [proˈstʃa] Αραβαν., Γούρδ. π'ροσ̑ά [proˈʃa] Μισθ., Σίλ., Φερτάκ. π'ρουσ̑ά [pruˈʃa] Μισθ. b'ρουστιά [bruˈstça] Μισθ. π'ροσ̑κιά [prοˈʃca] Σεμέντρ., Φλογ. π'ρισ̑κιά [priˈʃca] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. πυροστιά από το μεσν. πυροστία (με συνίζ.) από το μεσν. πυρεστία (με [e>o] αναλογ. κατά άλλα σύνθ. με συνδετ. φων. [o]) από τα αρχ. ουσ. πῦρ και ἑστία. Οι τύποι με πρ- με αποβολή του άτονου [i]. Στην περίπτωση της Μαλακοπής ίσως να προηγήθηκε μετάθ. του [r] και μετά αποβολή του πιο κοντινού στην τονισμένη λήγ. [o].
Πυροστιά, μεταλλικό κατασκέυασμα ή σχάρα ή τρίποδας που τίθεται πάνω στο στόμιο του ταντουριού ή την εστία και επί του οποίου τοποθετούσαν την κατσαρόλα ή άλλο μαγειρικό σκεύος ό.π.τ. : Έβαλλαμ' π'ροσ̑ά σην πόρτα ομbρό (Βάλαμε την πυροστιά μπροστά στην πόρτα (για να μην πέσει χαλάζι, σύμφωνα με την τοπική λαϊκή δοξασία) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χέκιμ' ντα κιάστανις σου π'ρουσ̑ά απάν' να ψηχούν (Βάζαμε τα κάστανα πάνω στην πυροστιά να ψηθούν) || Παροιμ. Η παρκαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη (Η γωνιά ξελασπώθηκε, η πυροστιά αναποδογύρισε˙ Το λέγαν (χάριν αστειότητας) όταν έμπαιναν σε φιλικά σπίτια και τα έβρισκαν ακατάστατα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.