πορόστσι
(ουσ. ουδ.)
πορόστσι
[poˈrostsi]
Αραβαν.
Από το ουσ. πυροστιά, όπου και τύπ. προστσά, και το υποκορ. επίθμ. -ι.
Πυροστιά
Συνών.
πυροστιά
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025