ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποσάκας (ουσ. αρσ.) ποσάκας [po'sakas] Φάρασ. πουσ̑άκας [pu'ʃakas] Φάρασ. Κλητ. μπουσ̑άκα [bu'ʃaka] Φάρασ. Κλητ. μποσάκα [bοˈsaka] Φάρασ. Από το ουσ. πασάς και το παραγωγ. επίθμ. -κας και με υποχωρ. ανομ. [a-a > o-a].
Προσφώνηση πρεσβυτέρου Φάρασ. : Ω μπουσ̑άκα, πού πααίν; (Ω πασάκα, που πηγαίνεις;) Φάρασ. -Dawk. 'κουθάγω σε, ω πουσ̑άκα είπεν ντι τσ̑αι ο τσ̑αχάλ' σο λύκο (Σε ακολουθώ, ω πασάκα είπε και το τσακάλι στον λύκο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. Γαλίτσ̑εψεν σ' άβγον ο πουσάκας μου, τσ̑ι 'εμώθη καυτσ̑ησία η τσάκα μου (Καβαλίκεψε σε άλογο ο πασάκας μου, και γέμισε περηφάνεια το στήθος μου) Φάρασ. -Λαμπρ. Πβ. πασάς