ποσάκας
(ουσ. αρσ.)
ποσάκας
[po'sakas]
Φάρασ.
πουσ̑άκας
[pu'ʃakas]
Φάρασ.
Κλητ.
μπουσ̑άκα
[bu'ʃaka]
Φάρασ.
Κλητ.
μποσάκα
[bοˈsaka]
Φάρασ.
Από το ουσ. πασάς και το παραγωγ. επίθμ. -κας και με υποχωρ. ανομ. [a-a > o-a].
Προσφώνηση πρεσβυτέρου
Φάρασ.
:
Ω μπουσ̑άκα, πού πααίν;
(Ω πασάκα, που πηγαίνεις;)
Φάρασ.
-Dawk.
'κουθάγω σε, ω πουσ̑άκα είπεν ντι τσ̑αι ο τσ̑αχάλ' σο λύκο
(Σε ακολουθώ, ω πασάκα είπε και το τσακάλι στον λύκο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Γαλίτσ̑εψεν σ' άβγον ο πουσάκας μου, τσ̑ι 'εμώθη καυτσ̑ησία η τσάκα μου
(Καβαλίκεψε σε άλογο ο πασάκας μου, και γέμισε περηφάνεια το στήθος μου)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Πβ.
πασάς