ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πονώ (ρ.) πονώ [poˈno] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. πονόω [poˈnoo] Φάρασ. πονίζου [poˈnizu] Μισθ. Αόρ. πόνεσα [ˈponesa] Ποτάμ., Φάρασ. πόνησα [ˈponisa] Σίλ. Παθ. Μτχ. πονεμένο [poneˈmeno] Γούρδ. πονημένο [poniˈmeno] Ανακ., Φλογ. Aρχ. ρ. πονέω-ῶ = α) κοπιάζω β) υποφέρω. Η σημ. ‘αισθάνομαι πόνο’ μεσν.
1. Αμτβ., πονώ, νιώθω σωματικό ή ψυχικό πόνο Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ. : 'ς το καργιά μ' απάνω λάχ'τσε με και ωσαργά πόνεινε (Με κλώτσησε πάνω στην κοιλιά και συνεχώς πονούσε) Γούρδ. -Καράμπ. Πονεί ρόντζ̑ι μ' (Πονάει το δόντι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πονούν τα μέσα μ' (Πονάει η μέση μου) Γούρδ. -Καράμπ. Πονεί ντου χοτού μ' (Με πονάει το κόκκαλο της μέσης) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πονώ το τσ̑ουφάλι μου (Πονάει το κεφάλι μου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τσ̑ουφάλι μ' πονίζει (Πονάει το κεφάλι μου) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ξείλτσεν α καρύδ', δώτσ̑εν τα σο τζ̑ουφάλι του τζ̑αι ποίτζ̑εν α βούρα τζ̑αι πόνεσεν πολύ (Έπεσε ένα καρύδι, τον χτύπησε στο κεφάλι και έκανε ένα καρούμπαλο και πόνεσε πολύ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Α φορά πόνεσεν ζόρα ‘νος καργά η τσ̑οιλία (Μια φορά πόνεσε πολύ η κοιλιά ενός κόρακα) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Τό ποιο τό δαχτσ̑ύλι σ' νά κόψεις και ντέ νά πονέεις; (Ποιό δάχτυλό σου θα κόψεις και δε θα πονέσεις;˙ Οι γονείς αγαπούν όλα τους τα παιδιά εξ ίσου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Έχω το βαρύν έγκλημα και δίκαια παραπόνια
ασό με λέγουν αξένος, πονώ και δεν δειπνίζω
(Έχω τον βαρύ καημό και τα δίκαια παράπονα,
όσο με λένε "ξένο", στεναχωριέμαι και δεν τρώω)
Τελμ. -Lag.
Συνών. ατζιντώ, κλαίω, μαυρίζω, μερακλαντίζω, σικιλντίζω
2. Αμτβ., αρρωσταίνω Φάρασ. : Πότε πόνεσες; (Πότε αρρώστησες) Φάρασ. -Ανδρ. Πασ̑λάτ'σαμ' να πονέσουμε (Αρχίσαμε να αρρωσταίνουμε) Φάρασ. -Ανδρ. Πόνεσεν τζ̑αι ξείλτσε ση στρώση (Αρρώστησε κι έπεσε στο κρεβάτι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ότις πονείνκεν ερχούτουν αδού, 'αρούτουν τζ̑αι πααίνκεν (Όποιος αρρώσταινε ερχόταν εδώ, γινόταν καλά και πήγαινε στο δρόμο του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
3. Μτβ., συμπονώ, λυπάμαι κάποιον Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Μπέλκιμ πονεί σας Χεός και περανίσ̑κει (Μπορεί να σας συμπονέσει ο Θεός και να πεθάνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κορίσ̑' πόνεσεν ντo και ήφερεν ντo φαγί κι εάωκεν ντo να τό φάγ̑'. (Το κορίτσι το λυπήθηκε και του έφερε φαΐ και του έδωσε να φάει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πολύ τον πονώ 'ρώ τουν άρτουπου (Πολύ τον λυπάμαι αυτόν τον άνθρωπο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χεγός τα ορφανά πονεί τα (Ο Θεός τα λυπάται τα ορφανά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Και πόνεσαν ντο το παιδί, και δεν ντο έφσαξαν (Και το λυπήθηκαν το παιδί, και δεν το έσφαξαν) Ποτάμ. -Dawk. Και πόνεσάν το να βγάλουν τα μάτια τ' (Και το λυπήθηκαν να του βγάλουν τα μάτια) Σίλατ. -Dawk. Οι χωρώτοι πόνεσαν τα καρτία τζ̑' έβγκαλάν τα σα 'ίδα̈ τουν τσ̑οπάνος (Οι χωρικοί τον λυπήθηκαν και τον έβαλαν στα γίδια τους τσοπάνο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ατζιντώ, κλαίω, σιργαντίζω
4. Η παθ. μτχ., πενθών, πονεμένος συγγενής Φλογ. : Τα πονημένα φέρουν νεκλησά ομπρό μοίρες, να μοιράσ’νε σο κόσμο να συγχωρέσ’νε τα χαμένα (Οι πενθούντες φέρνουν εμπρός στην εκκλησία φαγητό, να μοιράσουνε στον κόσμο να συγχωρέσει τα πεθαμένα τους) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 -Μάνα σ' πούθε 'ναι;- Φωτίκα πονημένο 'ναι και πήεν εκεί (-Πού είναι η μάνα σου; -Η Φωτίκα έχει πένθος και πήγε εκεί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812