πόνεμα
(ουσ.)
πόνεμα
[ˈponema]
Αραβαν., Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. πόνεμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πόνημα = σύγγραμμα, δημιούργημα.
Πόνος
ό.π.τ.
:
Τα μάτια πιάσαν πόνεμα
(Τα μάτια τα έπιασε πόνος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αγρί, πονεσιά, πόνος, σουλάιμα :1