ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πόνεμα (ουσ.) πόνεμα [ˈponema] Αραβαν., Μισθ. Από το μεσν. ουσ. πόνεμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πόνημα = σύγγραμμα, δημιούργημα.
Πόνος ό.π.τ. : Τα μάτια πιάσαν πόνεμα (Τα μάτια τα έπιασε πόνος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αγρί, πονεσιά, πόνος, σουλάιμα :1