ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πονηρός (επίθ.) πονηρός [poniˈros] Μαλακ., Σίλ., Σινασσ. πονερός [poneˈros] Ανακ., Φλογ. Αρχ. επίθ. πονηρός = α) δυστυχής, ταλαιπωρημένος β) επίπονος γ) άχρηστος, ανώφελος δ) φαύλος.
1. Ύπουλος, καταχθόνιος ό.π.τ. : Τι πονηρός εί'! (Τι πονηρός που είναι!) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. δόλιος, μουναφίκ :1, τσιφτελού :3, φαλτσής
2. Συμπονετικός Ανακ., Μαλακ.
3. Λυπητερός Φλογ. : Πασ̑λάταναν και τα τραγούδια πονερά (Έλεγαν και τα τραγούδια λυπητερά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γογιάνι, στενάχωρος