πονηρός
(επίθ.)
πονηρός
[poniˈros]
Μαλακ., Σίλ., Σινασσ.
πονερός
[poneˈros]
Ανακ., Φλογ.
Αρχ. επίθ. πονηρός = α) δυστυχής, ταλαιπωρημένος β) επίπονος γ) άχρηστος, ανώφελος δ) φαύλος.
1. Ύπουλος, καταχθόνιος
ό.π.τ.
:
Τι πονηρός εί'!
(Τι πονηρός που είναι!)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
δόλιος, μουναφίκ :1, τσιφτελού :3, φαλτσής
2. Συμπονετικός
Ανακ., Μαλακ.
3. Λυπητερός
Φλογ.
:
Πασ̑λάταναν και τα τραγούδια πονερά
(Έλεγαν και τα τραγούδια λυπητερά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γογιάνι, στενάχωρος