στενάχωρος
(επίθ.)
στανάχωρος
[staˈnaxoros]
Φάρασ.
Από το μεταγν. επίθ. στενόχωρος > στενάχωρος με ανομ. των επάλληλων [o] και κατόπιν με αφομ. του [e] από το [a] (πβ. και Ανδριώτης 1948: 20).