στεφανί
(ουσ. ουδ.)
στεφανί
[stefaˈni]
Αξ., Μισθ.
Πληθ.
στεφανία
[stefaˈnia]
Μισθ.
Από αμαρτ. ουσ. στεφανίδι με αποβολή μεσοφωνηεντικού [ð] (Κωστάκης 1977: 113). Πβ. μεσν. στεφανίς -ίδος = α) γείσο β) κορώνα γ) μπροστινό τμήμα του κεφαλιού, και ποντ. στεφανίδ’ = α) κύκλος νήματος β) δέσιμο γύρω από το στόμιο βαρελιού.
1. Γύρος τυλιγμένου νήματος στο κουβάρι
2. Τμήμα του νυφικού καλύμματος κεφαλής
Αξ.