ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στοβίδι (ουσ. ουδ.) στοβίδι [stoˈviði] Φλογ. στοφίδ' [stoˈfið] Ανακ., Δίλ., Φλογ. στοφί [stoˈfi] Αξ., Μισθ. Από το ουσ. ιστοβοΐδι με αποβολή αρκτικού άτονου φων. και μεσοφωνηεντικού [ð].
1. Εξάρτημα του αρότρου, μακρύ ξύλο που συνδέει το ζυγό με το υνί, κοινώς σταβάρι (< ιστοβοάρι). Δίλ., Μισθ., Φλογ. : Το στοφίδ' σϋρσϋκλέντανεν (Το σταβάρι σερνόταν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Κυλινδρικό δοκάρι της στέγης Ανακ., Αξ.
3. Παραστάδα πόρτας Φλογ. : Έστηξαμε θύρας τα στοβέδια (Στήσαμε τις παραστάδες της πόρτας) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811