στοβίδι
(ουσ. ουδ.)
στοβίδι
[stoˈviði]
Φλογ.
στοφίδ'
[stoˈfið]
Ανακ., Δίλ., Φλογ.
στοφί
[stoˈfi]
Αξ., Μισθ.
Από το ουσ. ιστοβοΐδι με αποβολή αρκτικού άτονου φων. και μεσοφωνηεντικού [ð].
1. Εξάρτημα του αρότρου, μακρύ ξύλο που συνδέει το ζυγό με το υνί, κοινώς σταβάρι (< ιστοβοάρι).
Δίλ., Μισθ., Φλογ.
:
Το στοφίδ' σϋρσϋκλέντανεν
(Το σταβάρι σερνόταν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Κυλινδρικό δοκάρι της στέγης
Ανακ., Αξ.
3. Παραστάδα πόρτας
Φλογ.
:
Έστηξαμε θύρας τα στοβέδια
(Στήσαμε τις παραστάδες της πόρτας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811