στόμα
(ουσ. ουδ.)
στόμα
[ˈstoma]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
στόμαν
[ˈstoman]
Σίλ., Φάρασ.
Αρσ.
στόμας ο
[ˈstomas]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
Αρχ. ουσ. στόμα.
1. Στόμα
ό.π.τ.
:
Τ' στομάτι' μ' το ντάτ'
(Tου στόματός μου η γλύκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μέ κοιμηή ντεΐ ντο στόμα τ' έσ̑΄ μάστικα γκαι τσιν-νεdά
(Για να μην κοιμηθεί στο στόμα της έχει τσίχλα και μασάει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο στόμα μ' ξέρωσε, ντώσ' με ερυό ιντζίρια
(Το στόμα μου ξεράθηκε, δώσε μου δυό σύκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ογώ ντου στόμα του λύκου έτ'σα ντου
(Εγώ το στόμα του λύκου το έδεσα με μάγια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαλά του στόμαν ντου, τζ̑ιπ ρεν γκαλατζ̑εύγει
(Σφαλίζει το στόμα του, δεν λέει τίποτα)
Σίλ.
-Dawk.
Πιε λίου λερό! Γιαΐ ξέρουσι ντου στόμα σ' λε
(Πιες λίγο νερό, γιατί ξεράθηκε το στόμα σου λες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να φάς το στόμα σ'!
(Να φας το στόμα σου· αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Από στομάτ'
(Από στόματος˙ Προφορικά, από μνήμης)
Φλογ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Στόμαζ έσ̑ει, 'αλίαν τζ̑ό 'σ̑ει!
(Στόμα έχει και μιλιά δεν έχει˙ Είναι εχέμυθος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Δώτσ̑ες σο στόμα σου 'ναχτάρ'
(Πάτησες κλειδαριά στο στόμα σου˙ Δεν μιλάς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο στόμα σου κάκε τζ̑ο ξερώνουν
(Στο στόμα σου δεν ξεραίνονται σκατά˙ Λέγεται για τους πολύ φλύαρους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Δώτσ̑ες τα σο στόμα
(Το χτύπησες στο στόμα˙ Πέτυχες το σωστό ακριβώς, με την μία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ντίνω σο στόμα
(Δίνω στο στόμα˙ Υποδεικνύω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ασ' το στόμα σ' και στου Θεγού το τί'ι
(Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί˙ Ευχή να πραγματοποιηθεί κάτι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
γουργούρι
2. Στόμιο, είσοδος, άνοιγμα
ό.π.τ.
:
Του σπηλίουν ντα στόματα
(Οι είσοδοι των σπηλαίων)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Λαηνιού ντου στόμα
(To στόμιο του λαγηνιού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σφάλτσαν τ' φουρουνιού το στόμα
(Έκλεισαν την πόρτα του φούρνου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντο λαήν' ως το στόμα τ' γιμωμένο 'ναι
(Το λαγήνι είναι γεμάτο ως το στόμιό του)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίν' 'ς πλεφρού το στόμα
(Πηγαίνει στο στόμιο του πηγαδιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λύσε τσ̑ουβαλιού το στόμα
(Λύσε το άνοιγμα του τσουβαλιού)
Φλογ.
-Dawk.
Έλτιψιν και το στόμα του κα’ό έθιτσ̑ιν τσ̑’ α θάλι
(Έδεσε και το άνοιγμα (ενν. του σακκιού) καλά, έβαλε και μία πέτρα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Σο στόμα ήραφτάν το
(Στο άνοιγμα το έρραβαν, ενν. το χαράρι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Άκρη
Ουλαγ.
:
Ντενιζιού το στόμα
(Ακροθαλασσιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
4. Κόψη
Μισθ., Φάρασ.
:
Γάμα ντυό στομάτ'
(Δίκοπο μαχαίρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είχα ένα μασ̑αίρ' δυό στομάτ'
(Είχα ένα δίκοπο μαχαίρι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
|| Φρ.
Το σον άβ' έν' ραβντού στόμας
(Το δικό σου πάλι είναι ακμή μπαστουνιού˙ Η συμπεριφορά σου θέλει ξύλο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
5. Λαβή
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Το σον αβ’ έν’ ραβντού στόμας
(Το δικό σου πάλι είναι λαβή μπαστουνιοὐ˙ Ως απάντηση σε κάποιον του οποίου η συμπεριφορά απαιτεί τιμωρία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βραχιόνι, λάβι, λάβος, χέρι