ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στόμα (ουσ. ουδ.) στόμα [ˈstoma] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. στόμαν [ˈstoman] Σίλ., Φάρασ. Αρσ. στόμας ο [ˈstomas] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. Αρχ. ουσ. στόμα.
1. Στόμα ό.π.τ. : Τ' στομάτι' μ' το ντάτ' (Tου στόματός μου η γλύκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μέ κοιμηή ντεΐ ντο στόμα τ' έσ̑΄ μάστικα γκαι τσιν-νεdά (Για να μην κοιμηθεί στο στόμα της έχει τσίχλα και μασάει) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο στόμα μ' ξέρωσε, ντώσ' με ερυό ιντζίρια (Το στόμα μου ξεράθηκε, δώσε μου δυό σύκα) Ουλαγ. -Κεσ. Ογώ ντου στόμα του λύκου έτ'σα ντου (Εγώ το στόμα του λύκου το έδεσα με μάγια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σαλά του στόμαν ντου, τζ̑ιπ ρεν γκαλατζ̑εύγει (Σφαλίζει το στόμα του, δεν λέει τίποτα) Σίλ. -Dawk. Πιε λίου λερό! Γιαΐ ξέρουσι ντου στόμα σ' λε (Πιες λίγο νερό, γιατί ξεράθηκε το στόμα σου λες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να φάς το στόμα σ'! (Να φας το στόμα σου· αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Από στομάτ' (Από στόματος˙ Προφορικά, από μνήμης) Φλογ., Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Στόμαζ έσ̑ει, 'αλίαν τζ̑ό 'σ̑ει! (Στόμα έχει και μιλιά δεν έχει˙ Είναι εχέμυθος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Δώτσ̑ες σο στόμα σου 'ναχτάρ' (Πάτησες κλειδαριά στο στόμα σου˙ Δεν μιλάς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σο στόμα σου κάκε τζ̑ο ξερώνουν (Στο στόμα σου δεν ξεραίνονται σκατά˙ Λέγεται για τους πολύ φλύαρους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Δώτσ̑ες τα σο στόμα (Το χτύπησες στο στόμα˙ Πέτυχες το σωστό ακριβώς, με την μία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ντίνω σο στόμα (Δίνω στο στόμα˙ Υποδεικνύω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ασ' το στόμα σ' και στου Θεγού το τί'ι (Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί˙ Ευχή να πραγματοποιηθεί κάτι) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. γουργούρι
2. Στόμιο, είσοδος, άνοιγμα ό.π.τ. : Του σπηλίουν ντα στόματα (Οι είσοδοι των σπηλαίων) Φάρασ. -Ανδρ. Λαηνιού ντου στόμα (To στόμιο του λαγηνιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σφάλτσαν τ' φουρουνιού το στόμα (Έκλεισαν την πόρτα του φούρνου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντο λαήν' ως το στόμα τ' γιμωμένο 'ναι (Το λαγήνι είναι γεμάτο ως το στόμιό του) Ουλαγ. -Κεσ. Παίν' 'ς πλεφρού το στόμα (Πηγαίνει στο στόμιο του πηγαδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λύσε τσ̑ουβαλιού το στόμα (Λύσε το άνοιγμα του τσουβαλιού) Φλογ. -Dawk. Έλτιψιν και το στόμα του κα’ό έθιτσ̑ιν τσ̑’ α θάλι (Έδεσε και το άνοιγμα (ενν. του σακκιού) καλά, έβαλε και μία πέτρα) Τσουχούρ. -VLACH Σο στόμα ήραφτάν το (Στο άνοιγμα το έρραβαν, ενν. το χαράρι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
3. Άκρη Ουλαγ. : Ντενιζιού το στόμα (Ακροθαλασσιά) Ουλαγ. -Κεσ.
4. Κόψη Μισθ., Φάρασ. : Γάμα ντυό στομάτ' (Δίκοπο μαχαίρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είχα ένα μασ̑αίρ' δυό στομάτ' (Είχα ένα δίκοπο μαχαίρι) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 || Φρ. Το σον άβ' έν' ραβντού στόμας (Το δικό σου πάλι είναι ακμή μπαστουνιού˙ Η συμπεριφορά σου θέλει ξύλο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
5. Λαβή Φάρασ. : || Παροιμ. Το σον αβ’ έν’ ραβντού στόμας (Το δικό σου πάλι είναι λαβή μπαστουνιοὐ˙ Ως απάντηση σε κάποιον του οποίου η συμπεριφορά απαιτεί τιμωρία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βραχιόνι, λάβι, λάβος, χέρι