στραβά
(επίρρ.)
στραβά
[straˈva]
Φάρασ.
σταβρά
[staˈvra]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. επίρρ. στραβά, το οπ. από το επίθ. στραβός και το παραγωγ. επίθμ. -ά.
Στραβά
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Κάτσε στραβά τσ̑αι τ' ορτούσκον ντου
(Κάθησε στραβά και πες την αλήθεια˙ Όλα μπορεί κανείς να τα παραβλέψει, για να ακούσει την αλήθεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.