ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στραβά (επίρρ.) στραβά [straˈva] Φάρασ. σταβρά [staˈvra] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεσν. επίρρ. στραβά, το οπ. από το επίθ. στραβός και το παραγωγ. επίθμ..
Στραβά ό.π.τ. : || Παροιμ. Κάτσε στραβά τσ̑αι τ' ορτούσκον ντου (Κάθησε στραβά και πες την αλήθεια˙ Όλα μπορεί κανείς να τα παραβλέψει, για να ακούσει την αλήθεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.