στραγγίζω
(ρ.)
στραγγίζου
[straŋˈɟizu]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. στραγγίζω.
Αμτβ., στραγγίζω
:
Τ' όξ̑ινου γάλα βάλλουμ' ντου στου τ͑ουρβά τσ̑ι στραγγίζει
(Το ξινόγαλα το βάζουμε στο σακκούλι και στραγγίζει )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Στράγγιζιτ' να φύιν δα τσ̑ίρτια
(Στραγγίζετε να φύγουν τα σκουπίδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
σουζντώ