ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στραγγίζω (ρ.) στραγγίζου [straŋˈɟizu] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. στραγγίζω.
Αμτβ., στραγγίζω : Τ' όξ̑ινου γάλα βάλλουμ' ντου στου τ͑ουρβά τσ̑ι στραγγίζει (Το ξινόγαλα το βάζουμε στο σακκούλι και στραγγίζει ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Στράγγιζιτ' να φύιν δα τσ̑ίρτια (Στραγγίζετε να φύγουν τα σκουπίδια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. σουζντώ