στραβός
(επίθ.)
στραβό
[straˈvo]
Μισθ., Φλογ.
σταβρό
[staˈvro]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
στραό
[straˈo]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. στραβός. Ο τύπ. σταβρό με μετάθ. υγρού.
1. Στραβός
ό.π.τ.
:
Ρώτ'σαν το γκαμήλι, είπαν ντι, ο φσόνdυος σου σοτίπως εν στραό;
(Ρώτησαν την καμήλα, της είπαν, ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός;)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Χίλια καλοί χωράνε, ένα στραβό δε χωράει
(Χίλιοι καλοί χωράνε, ένας στραβός δε χωράει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Το ναυλή σταβρό και τ’ άϊλάτ’ ντεν αλμέζεται
(Είναι η αυλή στραβή και η αγελάδα δεν αρμέγεται˙ Για προσχήματα αποφυγής εργασίας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Σο ντιλεντσ̑ής έdωκαν χ̇ι̂γιάρ, και σταβρό 'ναι ντεγί, ντεν ντο πήρε
(Στο ζητιάνο έδωσαν αγγούρι, και επειδή τάχα ήταν στραβό, δεν το πήρε˙ Λέγεται για τους φτωχούς αλλά υπερήφανους)
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ζερβός
2. Άδικος
Αραβαν.
:
Σταβρό άρωπος ’ναι
(Είναι άδικος άνθρωπος)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 403
Συνών.
ζαλίμης :2, χακσούζης :1