ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στραβός (επίθ.) στραβό [straˈvo] Μισθ., Φλογ. σταβρό [staˈvro] Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ. στραό [straˈo] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. στραβός. Ο τύπ. σταβρό με μετάθ. υγρού.
1. Στραβός ό.π.τ. : Ρώτ'σαν το γκαμήλι, είπαν ντι, ο φσόνdυος σου σοτίπως εν στραό; (Ρώτησαν την καμήλα, της είπαν, ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός;) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Χίλια καλοί χωράνε, ένα στραβό δε χωράει (Χίλιοι καλοί χωράνε, ένας στραβός δε χωράει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Το ναυλή σταβρό και τ’ άϊλάτ’ ντεν αλμέζεται (Είναι η αυλή στραβή και η αγελάδα δεν αρμέγεται˙ Για προσχήματα αποφυγής εργασίας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Σο ντιλεντσ̑ής έdωκαν χ̇ι̂γιάρ, και σταβρό 'ναι ντεγί, ντεν ντο πήρε (Στο ζητιάνο έδωσαν αγγούρι, και επειδή τάχα ήταν στραβό, δεν το πήρε˙ Λέγεται για τους φτωχούς αλλά υπερήφανους) -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ζερβός
2. Άδικος Αραβαν. : Σταβρό άρωπος ’ναι (Είναι άδικος άνθρωπος) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Συνών. ζαλίμης :2, χακσούζης :1