ζαλίμης
(επίθ.)
ζαλίμης
[zaˈlimis]
Φάρασ.
ζαλίμ'
[zaˈlim]
Μαλακ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επιθ./ουσ. zalim = τύραννος, βάναυσος. Πβ. και νεότ. επίθ. ζαλίμικος (Μackridge 2021: 27).