ζαϊφλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
ζαϊφλάνdισμα
[zaiˈflandizma]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. ζαϊφλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αδυνάτισμα
Συνών.
κιοτουλάντημα :2