ζαγάρι
(ουσ. ουδ.)
ζαγάρι
[zaˈɣari]
Φάρασ.
ζαάρ
[zaˈar]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ζαγάρι (<τουρκ. zagar < αραβ. sakar).
Κυνηγόσκυλο
ό.π.τ.