ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαβαλλούς (επίθ.) ζαβαλ-λι̂́ [zavalˈlɯ] Αραβαν., Ουλαγ., Τελμ. ζαβαλ-λούς [zavalˈlus] Αξ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. ζαβαλ-λού [zavalˈlu] Μισθ., Φλογ. ζαβακλού [zavaˈklu] Μισθ. Θηλ. ζαβαλ-λούσα [zavalˈlusa] Φάρασ. ζαβαλή [zavaˈli] Σίλ. Πληθ. ζαβαλ-λούδοι [zavalˈluði] Μαλακ. Από το τουρκ. επιθ. zavallı = α) δυστυχής, άτυχος, δύσμοιρος β) παροδικός. Πβ. νεότ. ζάβαλης, ζαβαλής.
Καημένος, κακομοίρης ό.π.τ. : Το ζαβαλ-λι̂́ το φσ̑άχ' βρίσ̑κισ̑κε το μπελά τ’ (Το καημένο το παιδί έβρισκε το μπελά του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χάε ντο ζαβαλ-λι̂́ (Πέθανε ο καημένος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εκείνου ζαβαλ-λούς τι να μποίκ'; (Εκείνος ο καημένος τι να κάνει;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το κορίτσ̑' ζαβαλ-λούς ασ' τὄνα χαbάρ' ντεv έχ̑' (Το καημένο το κορίτσι δεν είχε ιδέα από τίποτα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το ζαβαλ-λού το ναίκα είχε και φσ̑άχ' (Η καημένη η γυναίκα είχε και παιδί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντου ζαβαλ-λού ηύριν ντου μέγα ζιάν (Ο καημένος έπαθε μεγάλη ζημιά ) Μισθ. -Κοτσαν. Ζαβαλ-λούς έσ̑ει γεράσματα (Ο κακομοίρης γέρασε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Toύτσης ζαβαλής πεσάνασι τρεις κόρες τσης, χάλια ρεν είσ̑ι να καλαdζ̑έψει (Αυτής της καημένης πέθαναν τρεις κόρες της, δεν ήταν σε κατάσταση να μιλήσει) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. αγμάλωτος, άκληρος :2, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, πελέκι, σεφίλι