σεφίλι
(επίθ.)
σεφίλι
[seˈfili]
Σατ., Φάρασ.
σεφίλ'
[seˈfil]
Μαλακ.
Θηλ.
σεφίλ’σσα
[seˈfilsa]
Φάρασ.
σεφίλ’τ͑σα
[seˈfiltʰsa]
Φάρασ.
Πληθ.
σεφίλια
[seˈfiʎa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. sefil = μίζερος, άθλιος.
1. Άθλιος, ταλαίπωρος, άτυχος, αξιολύπητος
ό.π.τ.
:
Ε χωρώτοι, ατέ ο Χριστενός ενότουν σεφίλι
(ε χωριανοί, αυτός ο Χριστιανός είναι αξιολύπητος)
Σατ.
-Παπαδ.
Συνών.
αγμάλωτος, γαρίπης :2, ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, πελέκι
2. Λυπηρός
Μαλακ.