σεφίλι
(επίθ.)
σεφίλι
[seˈfili]
Σατ., Φάρασ.
σεφίλ’
[seˈfil]
Μαλακ.
Θηλ.
σεφίλ’σσα
[seˈfilsa]
Φάρασ.
σεφίλ’τ͑σα
[seˈfiltʰsa]
Φάρασ.
Πληθ.
σεφίλια
[seˈfiʎa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. sefil = μίζερος, άθλιος.
2. Λυπηρός
Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 04/03/2025