ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεφίλι (επίθ.) σεφίλι [seˈfili] Σατ., Φάρασ. σεφίλ' [seˈfil] Μαλακ. Θηλ. σεφίλ’σσα [seˈfilsa] Φάρασ. σεφίλ’τ͑σα [seˈfiltʰsa] Φάρασ. Πληθ. σεφίλια [seˈfiʎa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. sefil = μίζερος, άθλιος.
1. Άθλιος, ταλαίπωρος, άτυχος, αξιολύπητος ό.π.τ. : Ε χωρώτοι, ατέ ο Χριστενός ενότουν σεφίλι (ε χωριανοί, αυτός ο Χριστιανός είναι αξιολύπητος) Σατ. -Παπαδ. Συνών. αγμάλωτος, γαρίπης :2, ζαβαλλούς, ζαλίμης :3, καημένος, ντερτλούς :3, πελέκι
2. Λυπηρός Μαλακ.