ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σετσετέ (ουσ.) σετσετέ [setseˈte] Σινασσ. Από το τουρκ. seccade (< αραβ.) = χαλάκι προσευχής, όπου και διαλεκτ. τύπ. seccede. Πβ. νεότ. ουσ. σιτζαντές = χαλάκι προσευχής (Mackridge 2021: 65).
Είδος μικρού χαλιού Σινασσ.