σετσετέ
(ουσ.)
σετσετέ
[setseˈte]
Σινασσ.
Από το τουρκ. seccade (< αραβ.) = χαλάκι προσευχής, όπου και διαλεκτ. τύπ. seccede. Πβ. νεότ. ουσ. σιτζαντές = χαλάκι προσευχής (Mackridge 2021: 65).
Είδος μικρού χαλιού
Σινασσ.