σεφέρι
(ουσ. ουδ.)
σεφέρι
[seˈferi]
Τελμ., Φάρασ.
σεφέρ'
[seˈfer]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ.
σεβέρ'
[seˈver]
Αξ., Μισθ., Τροχ.
σαβάρ'
[saˈvar]
Αξ., Μισθ.
Πληθ.
σεφέρια
[seˈferʝa]
Αξ.
σεβέρια
[seˈverʝa]
Αξ., Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. σεφέρι = εκστρατεία, πόλεμος (πβ. Χρον Σουλτ. 8.136.9 «γύρισε ὀπίσω καὶ νὰ σοῦ χαρίσω ὅσο βίον ἐκέρδισα εἰς τὸ ὕστερό μου σεφέρι ὁποὺ ἔκαμα,), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sefer = α) ταξίδι β) εκστρατεία γ) φορά, συμβάν, όπου και διαλεκτ. τύπ. sever.
1. Δρομολόγιο, ταξίδι
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
2. Εκστρατεία
Μισθ.
β.
Στρατιωτικό εκστρατευτικό σώμα
Μισθ.
γ.
Πόλεμος
Αραβαν.
:
Νίσ̑κεται σεφέρ', πατισ̑άχος παίν' σο σεφέρ
(Γίνεται πόλεμος, ο βασιλιάς πηγαίνει στον πόλεμο
)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Ασμ.
Τον Μάην αμbέλιν έκοψε, τον Μάην εδοικήθην
τον Μάην χαμbέρια του 'ρθανε να πάει στο σεφέρι (Τον Μάη κλάδεψε το αμπέλι, τον Μάη παντρεύτηκε τον Μάη του ήρθε ειδοποίηση να πάει στον πόλεμο) Τελμ. -Αλεκτ.
τον Μάην χαμbέρια του 'ρθανε να πάει στο σεφέρι (Τον Μάη κλάδεψε το αμπέλι, τον Μάη παντρεύτηκε τον Μάη του ήρθε ειδοποίηση να πάει στον πόλεμο) Τελμ. -Αλεκτ.
3. Φορά, χρονική στιγμή
ό.π.τ.
:
Μπου σεφέρ' γέμωσεν το φέσι τ' νερό
(Αυτή την φορά γέμισε το φέσι του με νερό)
Τελμ.
-Dawk.
Αζ γιομώσω το σανdίχ άλλα σεφέρ' λίρες
(ας γεμίσω το σεντούκι με λίρες για άλλη μία φορά)
Αξ.
-Dawk.
Να μι ντώκεις άλλνα σεβέρ'
(Να με χτυπήσεις άλλη μιά φορά)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
Ένα σεβέρ κειόταν ένα νύφ'
(μία φορά ήταν μία νύφη)
Αξ.
-Dawk.
Εγιώ 'ς το σεφέρ ούλ-λα ντίν-νε 'φτί και ρωτούν τα φσ̑άχα
(Αυτή την φορά όλοι προσέχουν και ακούν τα παιδιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ποίκαμ' τσι μιά πρόβα, είπα δου ντυό σαβάρια ντου τραγώι
(Κάναμε και μιά πρόβα, το είπα δύο φορές το τραγούδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ογώ ρώτ'σα δου κανά δυό Σαβάρια, ντε ξέρ'
(Εγώ τη ρώτησα κανα-δυό φορές, δεν ξέρει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κρούιξαμ' αφτί πολλά σαβάρια
(Στήναμε αφτί πολλές φορές)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γύριζαμ' ντου ένα σαβάρ' ντυό σαβάρια
(Το γυρίζαμε μία φορά, δύο φορές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Απ' εκτέτε και κείχε ναίκα ερούτον τ' οβντουμάγια 'να σεφέρ'
(από τότε και κείθε η γυναίκα ερχόταν μία φορά την εβδομάδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πιάσαν με ένα σαβάρ', έφ'χα τα· πιάσαν με ντυό, τι να μποίκω
(Με έπιασαν μιά φορά, τους ξέφυγαν· με έπιασαν δεύτερη, τι να κάνω)
Αξ.
-Παυλίδ.
'τουν έρτ' ώρα να με τραβείτ' απάν' απάν', να τραβήσω τσόι τρία σεβέρια και ν' αγλαΐτ' για να με βγάλετ' όξω
(Όταν έρθει η ώρα να με τραβήξετε πάνω πάνω, θα τραβήξω το σχοινί τρεις φορές και θα καταλάβετε για να με βγάλετε έξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Πόσα σεβέρια πήες Τουρκία;
(Πόσες φορές πήγες στην Τουρκία)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Το εβγό 'ντον ντώκ' σο τέρ' μπόινα τ' εβγό τσακούται, παν σεβέρ το τέρ' μαγαρίζεται
(Το αβγό όταν χτυπήσει στην πέτρα μιά φορά σπάει, η πέτρα λερώνεται για πάντα˙ όποιος διαπράττει έγκλημα κηλιδώνει για πάντα τη φήμη του)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Συνών.
βακίτι, βολά :1, κερέ :1, φορά