σέρτης
(επίθ.)
σέρτ'ς̑
[sertʃ]
Σίλ.
σ̑άρτ'ς
[ˈʃarts]
Μισθ.
σέρτ͑ι
[ˈsertʰi]
Φάρασ., Φκόσ.
σα̈́ρτ͑ι
[ˈsærtʰi]
Αφσάρ.
σέρτ'
[sert]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. sert = α) σκληρός, τραχύς κυριολ. β) σκληρός, αυστηρός μτφ. Πβ. το κοινό σέρτικος.
1. Σκληρός, τραχύς
ό.π.τ.
:
Να με ψήσεις ση θράκα το κρες μου 'ίνεται σέρτι, τζ̑ο μασιέται· να με βράσ', α ‘ινώ τελέφι
(Αν με ψήσεις στη θράκα, το κρέας μου γίνεται σκληρό, δε μασιέται· αν με βράσεις, θα διαλυθώ)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Xώμα του σέρτ'ς̑ ήτου
(Το χώμα του ήταν σκληρό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
Είνται τα θάλε σέρτε
(Οι πέτρες είναι σκληρές)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Α
Σέρτ' 'ναι το χώμα
(Το χώμα είναι σκληρό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Σκληρός, αυστηρός, αμείλικτος
Μισθ., Φάρασ.