σερσεμλατώ
(ρ.)
σερσεμλατώου
[sersemlaˈtou]
Φάρασ.
Από τον αόρ. sersemletti του τουρκ. ρ. sersemletmek = ζαλίζω, ζαβλακώνω.
Ζαβλακώνω
Φάρασ.