σερντάρης
(ουσ. ουδ.)
σερντάρ'
[serˈdar]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. σερδάρης= στρατηγός (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. serdar = ανώτατος άρχοντας.
Στρατηγός
Αξ.