ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερμπέσης (επίθ.) σερμπές [serˈbes] Μαλακ. σερπέσης [serˈpesis] Φάρασ. σα̈ρπα̈́σης [særˈpæsis] Αφσάρ. Θηλ. σερπεσού [serpeˈsu] Φάρασ. σα̈ρπα̈σού [særpæˈsu] Αφσάρ. Ουδ. σερπέσι [serˈpesi] Φάρασ. σα̈ρπα̈́σι [særˈpæsi] Αφσάρ. Πληθ. σελμπέσια [selˈbesça] Σίλ. Από το τουρκ. serbest = ελεύθερος, όπου και διαλεκτ. τύπ. serbes, serpes= α) ελεύθερος β) χαλαρός, ήρεμος.
1. Ελεύθερος ό.π.τ. : Σεις είστε 'δε σερπέσε (Εσείς εδώ είστε ελεύθεροι) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
2. Χαλαρός, ήρεμος Φάρασ.