σερινλίκι
(ουσ. ουδ.)
σερινλίκι
[serinˈlici]
Φάρασ.
σερινίκ'
[seriˈnik]
Τροχ.
Από το τουρκ. serinlik = δροσιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. serinnik.
Η δροσιά
ό.π.τ.
:
Δώσε μας σερινίκ κι να βαστάξουμε
(Δώσε μας δροσιά και θα αντέξουμε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.