ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερινλίκι (ουσ. ουδ.) σερινλίκι [serinˈlici] Φάρασ. σερινίκ' [seriˈnik] Τροχ. Από το τουρκ. serinlik = δροσιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. serinnik.
Η δροσιά ό.π.τ. : Δώσε μας σερινίκ κι να βαστάξουμε (Δώσε μας δροσιά και θα αντέξουμε) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024